- εὐθαρσῶς
- εὐθαρσήςof good courageadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθαρσώς — επίρρ. βλ. ευθαρσής … Dictionary of Greek
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek
κατατεθαρρηκότως — (Α) επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. τού ρ. καταθαρρώ] … Dictionary of Greek
προσανέχω — Α [ἀνέχω] 1. κρατώ ακόμη 2. περιμένω κάτι με υπομονή 3. αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον 4. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι 5. μτφ. έχω εμπιστοσύνη, βασίζομαι σε κάτι («οὗτοι... εὐθαρσῶς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν, προσανέχοντες ταῑς ἐλπίσι τῆς… … Dictionary of Greek
ՔԱՋԱԼԵՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0983 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c մ. εὑθαρσῶς cum fiducia, audacter. Քաջալերեալ սրտիւ. զօրացեալ ոգւով. անվեհեր. անվեհեր. համարձակ. *Կինն քաջալերէր զնա ... իմաստութեամբ եւ քաջալեր լերաբար. Փիլ. սամփս.: *Հրամայեաց՝ քաջալերաբար ասել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՔԱՋԱՍԻՐՏ — (սրտի, տաց.) NBH 2 0988 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 10c, 11c ա. Քաջ սրտիւ. արիասիրտ. քաջայանդուգն. *Քաջասիրտ եւ պատերազմասէր գոլով: Զվարդապետն քաջասիրտ սուրբ վարքն առնեն. Լաստ. ՟Բ: Նեղոս.: Եւ (առաւել ըստ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՔԱՋԱՍՐՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0988 Chronological Sequence: 5c, 8c, 13c մ. εὑκαρδέως forti et praesenti animo εὑθαρσῶς confidenter, constanter. Իբրեւ քաջասիրտ. քաջասրտութեամբ. համարձակ. *Առեալ քաջասրտաբար մասն ʼի գնդէն պարսից: Քաջասրտաբար արիացեալ. Փարպ.: Վրդն. պտմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)